- δερματοστιξία
- Βλ. λ. τατουάζ.
* * *ηη χάραξη εικόνων, σχεδίων κ.τ.ό. στο σώμα τού ανθρώπου με αιχμηρό όργανο, στιγματισμός, τατουάζ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τατουάζ — (tatouage, και συχνά ελληνικά δερματοστιξία). Η συνήθεια να χαράζουν επάνω στο δέρμα διάφορα σχέδια. Η λέξη τ., που έγινε διεθνής, κατάγεται από λέξη της παλαιάς γλώσσας της Ταϊτής, όπου η συνήθεια ονομαζόταν τατάου. Ανάλογα με το χρώμα του… … Dictionary of Greek
τατουισμός — ο, Ν δερματοστιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tattoo «δερματοστιξία» + ισμός*] … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
διάστιξη — (AM διάστιξις) [διαστίζω] ο χωρισμός λέξεων ή φράσεων με τα σημεία στίξεως, η στίξη νεοελλ. 1. στολισμός επιφάνειας με στίγματα, στιγματισμός 2. ειδικά η διακόσμηση τού ανθρώπινου σώματος με παραστάσεις δερματοστιξία, τατουάζ μσν. 1. στιγματισμός … Dictionary of Greek
κατάστιξη — η (Α κατάστιξις) [καταστίζω] νεοελλ. η ενέργεια τού καταστίζω, διάστιξη τού δέρματος, δερματοστιξία, τατουάζ αρχ. (για τα μάτια τού Άργου) ποικιλοχρωμία, παρουσία πολλών στιγμάτων … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… … Dictionary of Greek
στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο … Dictionary of Greek
στιγματισμός — Ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος, που αναφέρεται στο γεγονός ότι σε κάθε σημείο ενός αντικείμενου αντιστοιχεί ένα σημείο του ειδώλου και αντίστροφα. Αν το σύστημα παρουσιάζει σ. για όλα τα σημεία του αντικείμενου (ή αντίστροφα του ειδώλου) τότε… … Dictionary of Greek